Ο ανεκμετάλλευτος εθνικός θησαυρός

Του Μανώλη Κοττάκη

Θα το παρατηρήσατε ίσως. Η επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν αξιοποιήθηκε από την τουρκική διπλωματία ως ευκαιρία διάδοσης της τουρκικής γλώσσας επί ελληνικού εδάφους. Με την ευγενική χορηγία ημών. Παραδόξως. Ενώ αυτό που συνηθίζεται στην πατρίδα μας είναι μεγάλοι ξένοι ηγέτες που την επισκέπτονται κατά καιρούς, όπως ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν τη δεκαετία του 1980 ή ο πρόεδρος Ομπάμα τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, να απευθύνονται στους ομολόγους τους χρησιμοποιώντας διάσημες ελληνικές λέξεις, στην πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα συνέβη το ακριβώς αντίθετο!

Προσκυνήσαμε την τουρκική γλώσσα! Έλληνες ανώτατοι αξιωματούχοι, Έλληνες ανταποκριτές και ελληνικές εφημερίδες έδωσαν τα ρέστα τους στη χρήση της, ώστε να μας γίνει οικεία. Πρώτη η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δεύτερος, ο ανταποκριτής του Σκάι, που θα μπορούσε να υποδεχθεί τον πρόεδρο στη γλώσσα της μητέρας πατρίδας του και μετά να του εξηγήσει την προσφώνηση στα τουρκικά. Τρίτη, μία ιστορική ημερήσια εφημερίδα γνωστού ολιγάρχη, η οποία έγραψε τον πρωτοσέλιδο τίτλο της και με τουρκικές λέξεις.

Παρέλκει, βεβαίως, να θυμίσω ότι ο Ερντογάν αντικατέστησε αρχικώς τον όρο «Αιγαίο» με τον όρο «θάλασσα των νησιών», μέχρι που μας έκλεψε τη λέξη: TurkAegean. Ενώ ταυτοχρόνως έδωσε εντολή στους γλωσσολόγους της χώρας του να πλάσουν νέες λέξεις για να «θανατωθούν» οι αντίστοιχες ελληνικές. Αυτή που τον εξενεύριζε να λέει περισσότερο είναι η λέξη «αστροναύτης». Θέλει να βρει μια τουρκική για την περίπτωση που εκτοξεύσει… διαστημόπλοιο στη Σελήνη.

Την εικόνα συμπληρώνουν οι πληροφορίες ότι η κυβέρνηση δέχθηκε να διδάσκεται η τουρκική γλώσσα στα νηπιαγωγεία της Θράκης που θα γίνουν δίγλωσσα και ότι θα ανοίξει παράρτημα το ινστιτούτο διάδοσης της τουρκικής γλώσσας Yunus Emre στην Αθήνα. Με προοπτική να αναβαθμιστεί στο μέλλον σε ανώτατο πανεπιστημιακό ίδρυμα. Οι γείτονες κάνουν συστηματική δουλειά με το συγκεκριμένο ίδρυμα στα Βαλκάνια, στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Σε κάθε χώρα ανοίγουν δύο και τρία παραρτήματα.

Προφανώς και δεν ανακαλύπτουν την Αμερική. Η γλώσσα ως όπλο ήπιας ισχύος των εθνών αξιοποιείται από τους αγγλοσάξονες (η ορολογία τους κυριαρχεί στο εμπόριο, στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, στην οικονομία γενικότερα και στο διαδίκτυο), από τους Γερμανούς (Ινστιτούτο Γκαίτε) από τους Γάλλους που διαθέτουν και οργανισμό γαλλοφωνίας, εσχάτως δε από τους Κινέζους και τους Ρώσους.

Όσο μεγαλώνει το ειδικό γεωπολιτικό βάρος μιας χώρας τόσο αυξάνεται και η δημοτικότητα μιας γλώσσας. Και όσο αυξάνεται η δημοτικότητα μιας γλώσσας τόσο ανοίγουν ευκαιρίες ιδρύσεως παραρτημάτων διαδόσεως γλωσσών που αποτελούν αόρατους και αθέατους διπλωματικούς οργανισμούς για την προώθηση των συμφερόντων μιας χώρας.

Δυστυχώς όμως αυτό που ξέρει όλος ο κόσμος και ο ντουνιάς ολιγωρούμε να το κάνουμε εμείς οι Έλληνες. Ποτέ δεν ανελήφθη ανάλογη προσπάθεια για να κάνουμε για τη γλώσσα μας ό,τι η Δύση και η Ανατολή για τις δικές της. Και ας είναι δέκα κλάσεις ανώτερη. Και ας σφράγισε με τους όρους «Δημοκρατία», «Χάος» , «Μαραθώνιος» , «Ήθος» και δεκάδες άλλες έννοιες την ευρωπαϊκή φιλοσοφία, επιστήμη και ιατρική.

Το υπουργείο Παιδείας και το υπουργείο Εξωτερικών θα έπρεπε αυτονοήτως να συνεργαστούν για την ίδρυση ινστιτούτων ελληνοφωνίας σε όλη τη Δύση, τουλάχιστον όπου η Ελλάς έχει ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Θα έπρεπε με τη βοήθεια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να δώσουν μάχη για τη διατήρηση των ελληνικών εδρών, οι οποίες κλείνουν η μία πίσω από την άλλη στα πανεπιστήμια του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, της Βοστόνης και της Ουάσινγκτον. Γίνεται κάτι απ’ όλα αυτά; Δεν νομίζω.

Όπου υπήρξαν πρωτοβουλίες για την εκμάθηση της ελληνικής αυτές οφείλονται σε ελληνιστές καθηγητές. Παράδειγμα ο καθηγητής Μπαλαμπάνοφ στο Πανεπιστήμιο της Μαριούπολης, τον οποίο γνώρισα στο μακρινό 2002. Για να καταλάβετε πόσο γελοίοι είμαστε, θα σας διηγηθώ μια ιστορία που μου αποκάλυψε προσφάτως ο τέως βουλευτής της Β΄ Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Επιτροπής Αποδήμου Ελληνισμού του Κοινοβουλίου μας Σάββας Αναστασιάδης. Ένας ωραίος πατριώτης χάρις στο σθένος του οποίου απερρίφθη το τουρκικό αίτημα και τελικώς ενετάχθησαν στον αντιρατσιστικό νόμο του 2013 οι Γενοκτονίες των Ποντίων και των Αρμενίων. (Αν δεν είχαν περιληφθεί, κάθε Τούρκος πρέσβης θα εδύνατο να ακυρώνει τις ετήσιες εκδηλώσεις μνήμης για τις Γενοκτονίες με μια απλή προσφυγή στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα!)

Ο κύριος Αναστασιάδης δέχθηκε λοιπόν το 2014 σε συνάντηση τους εκπροσώπους της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Ιταλίας, οι οποίοι του ζήτησαν να καθιερωθεί με απόφαση του Κοινοβουλίου η Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας. Η πρώτη απόπειρα Αναστασιάδη για διακομματική συνεννόηση επί του θέματος αυτού έγινε το 2014, αλλά έπεσε στο κενό. Το 2015 ο Αναστασιάδης επανήλθε. Επί ΣΥΡΙΖΑ. Και τα κατάφερε.

Παρά το γεγονός ότι οι διεθνιστές της Αριστεράς χλεύασαν την πρότασή του στο παρασκήνιο, οι αντιστάσεις εκάμφθησαν. Ο αρμόδιος για τον Απόδημο Ελληνισμό υφυπουργός Τέρενς Κουίκ απέσπασε τη συναίνεση του Κοινοβουλίου και καθιερώθηκε έτσι κάθε Φεβρουάριο η ημέρα εορτασμού της ελληνικής γλώσσας. Όχι η παγκόσμια ημέρα (απαιτείται απόφαση της UNESCO), η εθνική.

Παρά ταύτα, επειδή η μέρα εορτάζεται με πάθος σε όλο τα σχολεία της ελληνικής ομογένειας, επικράτησε να ονομάζεται «Παγκόσμια». Θετική εξέλιξη, αναμφισβήτητα. Αλλά αν την συγκρίνουμε με όλα όσα κάνουν για τη γλώσσα τους οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Κινέζοι και οι Τούρκοι, αυτό που κάνουμε σήμερα εμείς είναι σταγόνα στον ωκεανό.

Γράφω χωρίς ιδιαίτερη αισιοδοξία. Γράφω μην τυχόν συγκινηθεί κανείς, ξυπνήσει και αρχίσουμε να δουλεύουμε κι εμείς πάνω σε ένα εθνικό σχέδιο. Έχουμε έναν εθνικό θησαυρό, τις λέξεις και τις σκέψεις των προγόνων μας, πολλές εκ των οποίων έχουν τρυπώσει στα λεξιλόγια της Δύσεως, κι εμείς καθόμαστε και τον κοιτάμε. Δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ αυτό. Εκτός κι αν κάποιοι απολαμβάνουν να μας βάζουν οι Τούρκοι τα γυαλιά…