Από τις Πρέσπες στο Αιγαίο: Σημάδια που μηνύουν…

Σχεδόν πάντοτε πριν από ένα μεγάλο και καταστροφικό ατόπημα υπάρχουν τα σημάδια εκείνα που μας προειδοποιούν για τις εξελίξεις. Στην πολιτική, ειδικά της πεντηκονταετίας της Μεταπολίτευσης, τίποτε δεν συμβαίνει ουρανοκατέβατο. Αρκεί να παρατηρεί κανείς αυτά που λέγονται δημοσίως. Πρέπει να καταστεί σαφές σε κάθε Έλληνα πολίτη, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση μετέρχονται αδιακρίτως -με μικρές μόνον αποχρώσεις ενίοτε- την ίδια ρητορική.

γράφουν οι Αλέξανδρος Σταυράκης, Παναγιώτης Παύλου
Η ρητορική είναι τέχνη πολυσύνθετη. Πρόκειται για την τέχνη του λόγου που μέσω της προφορικής και πάντοτε επιτηδευμένης έκφανσής του αποβλέπει να πείσει τους θεατές και ακροατές προς την επίτευξη ορισμένου σκοπού. Εύλογα λοιπόν, η ρητορική είναι εργαλείο κάθε πολιτικού ανδρός.

Τη ρητορική χρησιμοποίησε, παραδείγματος χάριν, ο Νίκος Κοτζιάς, Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας επί κυβέρνησης Τσίπρα (ΣΥΡΙΖΑ), προκειμένου να πείσει για την αναγκαιότητα υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Έλεγε τότε χαρακτηριστικά, ο ίδιος:

«Το να λύσουμε τα προβλήματά μας σημαίνει ότι φτιάχνουμε ξανά αυτά τα Βαλκάνια των φίλων που συνεργάζονται».

Τίθεται όμως το προφανές ερώτημα: Ποιά συνεργασία αναπτύξαμε με τα Σκόπια μετά την εκχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας; Ο Νίκος Κοτζιάς επέμενε κατηγορηματικά τότε, δηλώνοντας ότι: «Παρά τις δυσκολίες θα το πάμε μέχρι τέλος, αρκεί και η άλλη πλευρά να ανταποκριθεί σε αυτό το ιστορικό καθήκον. Διότι αυτό:

– διασφαλίζει την καλύτερη οικονομική ανάπτυξη όλης της περιοχής,

– διασφαλίζει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή,

-δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξουμε τις οικονομικές μας σχέσεις με τη συγκεκριμένη χώρα [Σκόπια] ακόμα καλύτερα. Και οι οικονομικές σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις δυό χώρες είναι καταπληκτικές!»

Θα θυμούνται όλοι, ασφαλώς, ότι η Πρόεδρος των Σκοπίων Σιλιανόφσκα αναφέρθηκε -μετά τη Συνθήκη των Πρεσπών- στην ονομασία της χώρας της με το όνομα «Μακεδονία» σκέτο, παρά την επιμονή του Νίκου Κοτζιά σε «φίλους που συνεργάζονται». Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Δεν είναι άραγε φίλοι μας οι Σκοπιανοί;

Θυμίζουμε ότι, απευθυνόμενος πρόσφατα στον ομότιμο Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Αθανάσιο Πλατιά, στο πλαίσιο του Delphi Forum, ο Νίκος Κοτζιάς υπεραμύνθηκε της πολιτικής εκχώρησης του ονόματος της Μακεδονίας στα Σκόπια, επιμένοντας ως εξής:

«Τα πράγματα θέλουν προσοχή, φιλική πολιτική, Διεθνές Δίκαιο, και να τον βάζεις και τον άλλον στο παιχνίδι». Ενώ σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Αντώνη Σρόιτερ, είχε δηλώσει κάποια στιγμή:

«Αν την ιστορία την έχουμε για να φυλακιστούμε μέσα και να καταστρέψουμε το μέλλον μας, δεν κάνουμε καλά».

Αν λάβει κανείς υπόψιν αυτές τις θέσεις ανώτατων αξιωματούχων της τότε ελληνικής κυβέρνησης, έρχεται αντιμέτωπος με το αμείλικτο ερώτημα: Τί κέρδισε τελικά η Ελλάδα από όλο αυτό;

Είναι αυτονόητο ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία, ο πολιτικός που θα ζημιώσει τη χώρα του οφείλει να λογοδοτήσει στη Δικαιοσύνη. Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι πολιτικοί, και δη οι βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, καλύπτονται και προστατεύονται από τη βουλευτική ασυλία.

Κι αν στην Ελλάδα μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης πίστεψε ότι το ζήτημα της εθνικής μειοδοσίας της εκχώρησης του πολυχιλιετούς ελληνικού ονόματος της Μακεδονίας στο σλαβικό κρατίδιο των Σκοπίων ήταν έγκλημα που συντελέστηκε από κυβέρνηση ανθρώπων μειωμένου πατριωτισμού, τα όσα ακολούθησαν με τη διάδοχη πολιτική κατάσταση, διαψεύδουν κατηγορηματικά όποιον έπεσε σε αυτήν την παγίδα.

Είναι γνωστό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαβεβαίωνε κατηγορηματικά, το 2019, καταχειροκροτούμενος από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, από το βήμα της Βουλής ότι: «εγώ δεν θα πω ποτέ ‘καλωσορίζω τον Μακεδόνα Πρωθυπουργό στη χώρα’, περιμένω να το πείτε εσείς, κύριε Τσίπρα». Ωστόσο, τρία μόλις χρόνια αργότερα, το 2022, ήταν αυτός που ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας καλωσόριζε στην Αλεξανδρούπολη τον «Πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, κ. Ντίμιταρ».

Ήταν ο ίδιος ο κύριος Μητσοτάκης που σε συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ ως αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αναγνώριζε ότι: «προφανώς και δεν υπάρχει κανείς Έλληνας ο οποίος να ήθελε να υπάρχει το όνομα ‘Μακεδονία’ στην ονομασία του γειτονικού κράτους», για να προσθέσει ανερυθρίαστα και κυνικά λίγο αργότερα κάτι που πρώτος ο πατέρας του είχε δηλώσει με άλλα λόγια (ο αείμνηστος έχει θέσει ορίζοντα πεντηκονταετίας) μερικές δεκαετίες νωρίτερα: «το όνομα θα ξεχαστεί πολύ γρήγορα, την επόμενη μέρα».

Ενώ λίγα χρόνια αργότερα, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας πλέον, πάλι κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο πλαίσιο της ΔΕΘ στο Βελλίδειο, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε απαντήσει κατηγορηματικά στην ερώτηση δημοσιογράφου:

«Είναι ανοιχτό για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το θέμα της ονομασίας του βορείου γείτονά μας, ή έκλεισε και για σας οριστικά;», ως εξής:

«Έχουμε εκφράσει επανειλημμένως τις επιφυλάξεις μας, αλλά έχουμε πει κιόλας ότι η Ελλάδα είναι κράτος δικαίου και σέβεται διεθνείς κυρωμένες συμφωνίες. Άρα το ζήτημα αυτό, ναι, έχει κλείσει».

Το κρίσιμο σημείο που έχει χρέος ο Έλληνας πολίτης να συνειδητοποιήσει είναι ότι, είτε πρόκειται για τον ΣΥΡΙΖΑ είτε για τη Νέα Δημοκρατία, και το μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ εντός της, όλοι αυτοί οι «λαοπρόβλητοι ρήτορες» δεν διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους: είναι αδιακρίτως εντολοδόχοι που λαμβάνουν εντολές από κοινούς, αν όχι τους ίδιους, εντολοδότες. Και ασφαλώς είναι σαφές ότι όταν μιλάμε για εντολοδότες δεν πρόκειται για τους Έλληνες πολίτες, τον «κυρίαρχο ελληνικό λαό».

Κοινό χαρακτηριστικό, επομένως, όλων των κομμάτων εξουσίας, και κοινός πρωταρχικός σκοπός τους δεν είναι άλλος από τη διασφάλιση της παραμονής των βουλευτών τους στα έδρανα του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Είναι σε αυτήν την οπτική που έννοιες όπως, «καλή γειτνίαση», «ειρήνη στην περιοχή», «καλές σχέσεις», θα πρέπει να γίνουν κατανοητές ως μέσα διαφύλαξης του άλλοθι των επόμενων -και επικείμενων- υποχωρήσεων και παραχωρήσεων που έχουν ήδη εκκολαφθεί και επιχειρούνται να πλασαριστούν στην ελληνική κοινή γνώμη με το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος.

Και η κρισιμότερη στην παρούσα στιγμή υποχώρηση και εκχώρηση, αφορά -όσο κι αν αυτό ακούγεται εξωφρενικό- το ίδιο το Αιγαίο, και τη συνεκμετάλλευσή του με την Τουρκία. Το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης δεν προέκυψε στα τελευταία έξι χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας: ήταν στην ατζέντα και του ΣΥΡΙΖΑ, μολονότι τότε δεν κατέστη δυνατόν να το προχωρήσει.

Ούτε ήταν τυχαίο το γεγονός ότι συστημικά ΜΜΕ έθεταν το ζήτημα στον τότε Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Ο οποίος μάλιστα -κι εδώ διαπιστώνει κανείς αυτό που επισημάναμε νωρίτερα, περί λήψης εντολών από τα ίδια κέντρα- δήλωνε εμφατικά σε γνωστό για τις θέσεις του τηλεοπτικό σταθμό ότι αυτός και η κυβέρνησή του δεν είναι αντίθετοι στην συνεκμετάλλευση του Αιγαίου με τους Τούρκους, αρκεί να λυθεί η «μία και μοναδική διαφορά» της οριοθέτησης Υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Ό,τι δηλαδή ακριβώς επαναλαμβάνει και η παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Θα πρέπει να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι η οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ δεν είναι ούτε κακό, ούτε και κάτι που θα πρέπει να ξορκίζει κανείς όπως ο διάβολος το λιβάνι. Άλλο όμως αυτό, και άλλο η στρέβλωση την οποία και η προηγούμενη αλλά και η παρούσα κυβέρνηση πάσχει, ότι δηλαδή η μη οριοθέτηση των δύο ανωτέρω θαλασσίων ζωνών είναι το αίτιο της Νεοθωμανικής αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας, και αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας της!

Διαπιστώνει κανείς, δηλαδή, την ευθυγραμμισμένη σύμπλευση των κομμάτων εξουσίας στην Ελλάδα στο ζήτημα της εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων που, μολονότι στα λόγια οι κάθε λογής μπροστάρηδες αρνούνται, εν τοις πράγμασιν αποδέχονται. Οι τρεις υποκλίσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη σε ισάριθμες συναντήσεις του με τον Τούρκο Προέδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο Βίλνιους της Λιθουανίας και στην Αθήνα, το 2023, τεκμηριώνουν και σημειολογικά του λόγου το αληθές. Ιδίως, μάλιστα, αν λάβει κανείς υπόψιν το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος Υπουργός όχι μόνον διετέλεσε δεξί χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά υπήρξε και στενός συνεργάτης του πρώην Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Γιώργου Παπανδρέου.

Το σύστημα αυτό των ελλαδικών πολιτικών ελίτ είναι τόσο διαβρωμένο και διεφθαρμένο που δεν διστάζει να παραβαίνει θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα της διαπλοκής, εγχώρια και εξωχώρια. Τρία χαρακτηριστικά στοιχεία αρκούν προς επίρρωση αυτής της διαπίστωσης:

Η ομολογία του ιδίου του Υπουργού Εξωτερικών Γεραπετρίτη ότι το πρόγραμμα χορήγησης βίζα σε Τούρκους πολίτες για επισκέψεις σε δέκα νησιά του ανατολικού Αιγαίου θεσπίστηκε κατά παράβαση της Συνθήκης Σένγκεν.

Η έγγραφη, από πλευράς Ελλάδας και της κυβέρνησης της ΝΔ, γνωστοποίηση προς τον ΟΗΕ ότι ο Χάρτης της Σεβίλλης, που αποτυπώνει τα όρια ΑΟΖ της ΕΕ -και τη σύνδεση των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου, δεν έχει χαρακτήρα επισήμου εγγράφου για τη χώρα μας.
Η σκόπιμη κωλυσιεργία από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στην υποχρέωση υποβολής προς την ΕΕ των αιτηθέντων Σχεδίων Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού.

Πρόκειται για τρία μόνον ενδεικτικά, ωστόσο καίρια, παραδείγματα από πληθώρα εγκληματικών προσκομμάτων που η ίδια η Ελλάδα βάζει στον εαυτό της, αρνούμενη να θωρακίσει την εθνική κυριαρχία της και τα εξ αυτής απορρέοντα, βάσει του Διεθνούς Δικαίου, του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, κυριαρχικά δικαιώματά της.

Αναμφίβολα, το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη καθώς και όλος ο εσμός των μελών της κατευναστικής ελλαδικής πολιτικής ελίτ, δεν επιθυμεί να προβεί στην εκ του Διεθνούς Δικαίου απορρέουσα εφαρμογή της πλήρους επέκτασης των Εθνικών Χωρικών Υδάτων σε όλο το Αιγαίο, αλλά αντιθέτως κινείται ως επισπεύδουσα μιας Προκρούστειας διαδικασίας επίλυσης μιας διαφοράς που η επέκταση των ΕΧΥ θα επέλυε αυτομάτως κατά 50%, είναι προάγγελος λίαν δυσμενών εξελίξεων όχι μόνον για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, αλλά και για την ίδια την υπόσταση της Ελλάδας.

Αυτό που είναι στην παρούσα συγκυρία αδήριτη ανάγκη και ιστορική απαίτηση, είναι η αφύπνιση της ελληνικής κοινής γνώμης. Η διασφάλιση της γνώσης των Ελλήνων ότι τα όσα κυοφορούνται από διακομματικές ελίτ μειοδοσίας -με υπαρκτά τεκμήρια, το τονίζουμε- θα έχουν άμεσες αλλά και σε βάθος μέσου χρόνου καταστροφικές συνέπειες τάξεως Μικρασιατικής Καταστροφής.

Και άρα, είναι τάξεως καντιανής κατηγορικής προσταγής η εγρήγορση όλων των Ελλήνων και η λυσσαλέα αντίδραση στα σχέδια αργόσυρτης διάλυσης της χώρας. Στην κατεύθυνση αυτή, κάθε πρωτοβουλία είναι πολύτιμη, όπως το παρόν εξαιρετικό βίντεο που ετοίμασε εις εκ των συγγραφέων του παρόντος Έλληνας της Διασποράς, το οποίο και προτρέπουμε άπαντες να δουν προσεκτικά.

newsbreak