«…Η Αλβανική Κυβέρνησις συλλαμβάνει την επομένην της σχολικής απεργίας ως υποκινητάς δήθεν αυτής, πλείστους όσους προκρίτους της Κοινότητος (σ.σ. Δερβιτσάνης). Ύστερα από αρκετάς ημέρας, πολλούς εξ αυτών εκτοπίζει εις το Αλέσιον της Σκόδρας, όπου και τους κρατεί υπό αυστηράν και αγρίαν επιτήρησην και άνευ ουδεμίας αποζημιώσεως… Και η Αλβανία με τα ψευδή ανακοινωθέντα του Γραφείου Τύπου του υπουργείου των Εξωτερικών της, ισχυρίζεται αναιδώς, ότι ουδεμία πίεσις εξασκείται πλέον επί της Ελληνικής μειονότητος…».

Αυτά αναφέρει, σε μακροσκελές ρεπορτάζ απ’ το κεφαλοχώρι της Δρόπολης, Δερβιτσάνη, ο Χαρ. Σ. Πανταζής, σε ανταπόκριση του στον “Νέο Κόσμο” – στις 4 Δεκεμβρίου του 1934. Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα ήδη από τις 18 Σεπτεμβρίου είχε καλέσει επιτυχώς σε γενική σχολική αποχή, ως αντίδραση στο σχέδιο νόμου των Τιράνων περί “κρατικοποίησης της παιδείας”. Συνέπεια αυτού του σχεδίου ήταν η κατάργηση των κοινοτικών σχολείων που διέθεταν και συντηρούσαν οι κοινότητες των Ελλήνων, με συνέπεια τον περιορισμό της διδασκαλίας της ελληνικής μητρικής γλώσσας.

Είχε προηγηθεί η οργανωμένη προσφυγή υπό άκρα μυστικότητα (στις 2 Ιανουαρίου του 1934) της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στον Γενικό Γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών. Η προσφυγή επί του επίμαχου νόμου είχε πραγματοποιηθεί με την συλλογή χιλιάδων υπογραφών από κατοίκους περιοχών του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού και τις υπογραφές των προέδρων των κοινοτήτων τους. Η τότε αλβανική κυβέρνηση, ως απάντηση, περιορίστηκε να αρνηθεί την παραμικρή τροποποίηση στον νόμο που καταπατούσε το δικαίωμα των Βορειοηπειρωτών να έχουν εκπαίδευση στην μητρική τους γλώσσα.

Η προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών είχε γίνει και για τον εξής λόγο: Η ένταξη της Αλβανίας στον Οργανισμό, το 1921 μετά την λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ως βασική προϋπόθεση την επίσημη δέσμευση της για την προστασία των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και κοινοτικών δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας.

η προσφυγή των Βορειοηπειρωτών
Το κείμενο της προσφυγής των χιλιάδων μελών της βορειοηπειρωτικής κοινότητας ανέφερε μεταξύ άλλων: «…Αλλ’ η Αλβανική Κυβέρνησις, προς τον σκοπόν προφανώς να εξαλείψη παντελώς την ελληνική γλώσσαν από την Αλβανίαν, έλαβε διάφορα μέτρα περιοριστικά των ημετέρων σχολικών ελευθεριών, καταλήξασα εσχάτως εις την τελείαν απαγόρευσιν της διδασκαλίας της ημετέρας γλώσσας εις τα τέκνα μας… Επί Τουρκοκρατίας, εις τα αλβανικάς επαρχίας υπήρχον περίπου τριακόσια πεντήκοντα ελληνικά εκπαιδευτήρια. Κατά τα τελευταία έτη δεν υπήρχον πλέον ειμή εννενήκοντα περίπου ελληνοδιδάσκαλοι. Κατά το παρελθόν έτος μόνος ένδεκα διδάσκαλοι της ελληνικής ενεκρίθησαν…

»Επηκολούθησαν ανακρίσεις και συλλήψεις, απειλαί, φυλακίσεις, πιέσεις, πανταχού δε αι Αρχαί Διοικητικαί, Αστυνομικαί και Στρατιωτικαί, εγνωστοποίησαν εις τους κατοίκους τα βαρείς συνεπείας της ανυπακοής των και ηπείλησαν με εξορίαν πάντα όστις θα ετόλμα να επικαλεσθή την επέμβασιν του Ανωτάτου Άρχοντος…

»Εξοχώτατε, εν ονόματι απάσης της εν Αλβανία Ελληνικής Μειονότητος, επικαλούμεθα την ευμενή επέμβασιν της Κοινωνίας των Εθνών, ίνα καταστήση σεβαστάς εκ μέρους της Αλβανικής Κυβερνήσεως τας επισήμους αυτής υποχρεώσεις τα περιλαμβανομένας εν τη δηλώσει της του 1921 και επαναφέρη τας ελευθερίας μας τα αφορώσας την εκπαίδευσιν των τέκνων μας».

Έχει σημασία να επισημανθεί ότι, παρά την σωρεία διώξεων τόσο κατά την περίοδο της ιταλικής κατοχής (1916-1920) όσο και στην συνέχεια, το σύνολο της κοινότητας των Βορειοηπειρωτών υποστήριζαν την εν λόγω προσφυγή. Οι δε υπογραφές των εκπροσώπων των κοινοτήτων της Χιμάρας έχουν μεγάλη ιστορική αξία και σημασία.

Ο Γενικός Γραμματέας της Κοινωνίας των Εθνών, κατόπιν ανταλλαγής επίσημων επιστολών με τις αλβανικές αρχές, παρέπεμψε το ζήτημα στο τότε Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η γνωμοδότηση του οποίου ήταν υπέρ του αιτήματος της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Η γνωμοδότηση εξεδόθη τον Απρίλιο του 1935 και αποτέλεσε στην συνέχεια, για όλες τις επόμενες δεκαετίες, το βασικό νομικό εργαλείο για την διαιώνιση του δικαιώματος εκμάθησης και διδασκαλίας της μητρικής ελληνικής γλώσσας. Να σημειωθεί ότι το ειδικό καθεστώς προστασίας του δικαιώματος στην γλώσσα διατηρήθηκε και μεταπολεμικά, παρά τις μαζικές διώξεις, τις αυθαιρεσίες και τις βίαιες μεθοδεύσεις απ’ το κομμουνιστικό καθεστώς.

Τί αποκαλύπτουν ιστορικά έγγραφα
Με την απόσυρση του Ελληνικού Στρατού απ’ τη Βόρεια Ήπειρο το 1916, οι ιταλικές δυνάμεις δεν προχώρησαν απλώς στην κατάκτηση των εδαφών της, αλλά προωθήθηκαν και πολύ νοτιότερα, έως τον Αμβρακικό. Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές περιοχές που συμπεριλήφθηκαν στην επικράτεια του υπό συγκρότηση αλβανικού κράτους, αυτές υπέστησαν διώξεις, ειδικά σε ευαίσθητους τομείς, όπως τα σχολεία και τα γλωσσικά δικαιώματα. Όμως, την ίδια πίεση υφίστατο και ο Ελληνισμός στην Κορυτσά, που τελούσε εκείνο το διάστημα υπό την κυριαρχία των γαλλικών στρατευμάτων (είχε μάλιστα ανακηρυχτεί Αυτόνομος Πολιτεία Κορυτσάς).

Δύο ιστορικά έγγραφα του Γενικού Επιθεωρητή Εκπαίδευσης Κορυτσάς και της Γενικής Διοίκησης Ηπείρου, αμφότερα προς το υπουργείο Εξωτερικών – το πρώτο τον Οκτώβριο του 1917 και το δεύτερο τον Δεκέμβριο του 1918 – καταγράφουν τα τετελεσμένα εις βάρος του Ελληνισμού. Στο δεύτερο έγγραφο αναφέρονται τα εξής:

«… Παρά διεθνή διαβεβαίωσιν Ιταλίας ότι κατοχή υπ’ αυτής Β. Ηπείρου θα είχεν χαρακτήρα καθαρώς στρατιωτικόν παραμένοντος αμεταβλήτου τέως καθεστώτος διοίκησις Ιταλία κατέλυσεν πάσας προϋφισταμένας αρχάς μη σεβασθείσα μηδέ σχολικόν και εκκλησιαστικόν καθεστώς Ελληνικόν, αρχαιότατον εξασφαλισθέν διεθνώς… Άμα Ιταλ. καταλήψει Ελληνικά σχολεία εκλείσθησαν τα πλείονα αμέσως υπόλοιπα δε βραδύτερον μηδενός λειτουργούντος σήμερον… Αντί Ελληνικών ιδρύθησαν Ιταλικαί Αλβανικαί σχολαί όπου εξεβιάζοντο φοιτήσωσιν Έλληνες παίδες…».

Στο πρώτο εκ Κορυτσάς έγγραφο αναφέρεται ότι οι Αλβανοί και οι Γάλλοι θεωρούν δύσκολη τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων, επειδή αυτή προσκρούει στο νόμο που ψηφίστηκε τον προηγούμενο Μάρτιο – με εισήγηση του Ντεσκουάν – από το τοπικό συμβούλιο Κορυτσάς. Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο νόμο, στην Αλβανική Πολιτεία Κορυτσάς επιτρέπονταν αποκλειστικά η λειτουργία αλβανικών εκπαιδευτηρίων, ενώ όλα τα άλλα θεωρούνται προπαγανδιστικά. Όμως, Γάλλοι και Αλβανοί εφαρμόζουν τον νόμο μόνο για τα ελληνικά σχολεία και τον παραβλέπουν για τα άλλα. Συγκεκριμένα επιτρέπουν την λειτουργία των ρουμανικών σχολείων, παραχωρούν άδεια στον Αυστροαμερικανό Κένεντι να ιδρύσει προτεσταντική σχολή, σε μία χώρα όπου κατοικούν ορθόδοξοι πληθυσμοί και επίσης επιτρέπουν σε έναν Ισραηλίτη από την Θεσσαλονίκη να ιδρύσει ιδιωτική γαλλική σχολή!