Ο λόγος για τον οποίο ο Μιχαήλ Γ. Μποϊατζής (διδάσκαλος της ελληνικής γλώσσας στην Βιέννη), ωθήθηκε στο να ασχοληθεί με την γραμματική της βλάχικης και να θελήσει από τη διασπορά, όπου είχε γεννηθεί, να καλλιεργηθεί και η δική του μητρική γλώσσα, ήταν η προκλητική στάση του Νεόφυτου Δούκα (κληρικός και Διδάσκαλος του Γένους από την Ήπειρο).
Στην εισαγωγή της βλάχικης γραμματικής του (Γραμματική ρωμανική ήτοι Μακεδονοβλαχική, γραμμένη στα ελληνικά και στα γερμανικά, 1813), γράφει:
«Η ημετέρα βλαχική γλώσσα ομιλείται υπό τεσσάρων μιλλιουνίων ψυχών» και προσθέτει ότι οι Γραικοί δεν είναι περισσότεροι. Καταλήγει στο ότι, και Οττεντότοι να ήταν, οι Βλάχοι θα είχαν το δικαίωμα να τελειοποιηθούν μέσω της δικής τους γλώσσας.
Είναι σημαντικό ότι ο Μποϊατζής διαφοροποιεί τη «μακεδονοβλαχική» γλώσσα από «το ιδίωμα της Δουναβεωαρκτικής», όπως ονομάζει τη ρουμανική γλώσσα που μιλιέται βόρεια από τον Δούναβη.
Επίσης, επιτίθεται στην επίκληση που έκανε ο Νεόφυτος Δούκας προς τους Μετσοβίτες Βλάχους, στην οποία τους παροτρύνει να εγκαταλείψουν τη «ρυπαρά και αθλία» μητρική τους γλώσσα και να χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά την ελληνική.
Ο Δούκας, μονόγλωσσος-ελληνόφωνος, ήταν από τους πιό ένθερμους κήρυκες του ελληνικού εθνικισμού, ο οποίος βασιζόταν κατά κύριο λόγο στη γλώσσα.

Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Γεώργιος Κ. Ρόζιας είχε εκδώσει στη Πέστη τα έργα του ”Εξετάσεις περί των Ρωμαίων ή των ονομαζομένων Βλάχων…, (1808), όπως και την ”Τέχνη της Ρωμανικής αναγνώσεως” (1809), όπου ταυτίζει τους Βλάχους με τους Ρουμάνους και θέλει να ενοποιηθούν οι γλώσσες τους, ενώ για τον εγγραμματισμό προτείνει το κυριλλικό ή το λατινικό αλφάβητο.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι και ο Μποϊατζής, την ίδια περίοδο μπήκε στη διαδικασία να γράψει τη βλάχικη γραμματική, επηρεασμένος από το κλίμα που επικρατούσε.
Όμως, μόλις οκτώ χρόνια αργότερα, ο Μ. Μποϊατζής εξέδωσε την γραμματική της γραικικής γλώσσας, στην οποία έγραψε ότι σύντομα «η γραικική διάλεκτος» θα συναριθμηθεί ανάμεσα στις πιο καλλιεργημένες γλώσσες της Ευρώπης, και ότι αυτό θα έχει ευεργετικό αποτέλεσμα στους τρόπους και τα ήθη «των νέων Ελλήνων».
Κάποιοι ερευνητές, όπως π.χ. ο Peter Mackridge, έδωσαν την δική τους, υποκειμενική, ερμηνεία: ”Φαίνεται ότι στις παραμονές της ελληνικής επανάστασης, ο Μποϊατζής εγκατέλειψε τη «βλάχικη ιδέα» και ασπάστηκε την ελληνική.”
Προσωπικά, δεν θα το ερμήνευα έτσι.
Ο Μποϊατζής, όλα εκείνα τα χρόνια δίδασκε στην Ελληνική Σχολή της Βιέννης, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν είχε φύγει και ποτέ από τους κόλπους του ελληνισμού.
Απλώς, η εριστική στάση ορισμένων λογίων (Νεόφυτος Δούκας κ.α.), τον ώθησε στο να θέλει να καλλιεργηθεί και η δική του μητρική γλώσσα, για την οποία κάποιοι εκφράστηκαν προκλητικά και, ενδεχομένως, την ίδια περίοδο να δέχθηκε κάποιες επιρροές από τις προσπάθειες του Ρόζια κ.α. Από κει και πέρα, φαίνεται τελικά ότι δεν θέλησε να ακολουθήσει την πορεία αυτών των οικογενειών της Πέστης (Ρόζια, Γκόσδου, Σιαγκούνα κ.α.) που ταυτίστηκαν με τον Ρουμανισμό.
Απλά, για ευνόητους λόγους, έχει δοθεί από κάποιους κύκλους μεγάλη έμφαση στη συγκεκριμένη γραμματική της βλάχικης του Μποϊατζή, χώρια που την έχουν επανεκδώσει αρκετές φορές. Με δυσκολία χθες βρήκα το βιβλίο του για την γραμματική της γραικικής και μάλιστα, το κατέβασα όταν έκανα αναζήτηση στα γερμανικά. Δηλαδή, εδώ δεν το βρήκα, κάτι που θεωρώ θλιβερό. Το έργο και η ζωή ενός ανθρώπου δεν θα πρέπει να παρουσιάζεται αποσπασματικά, αλλά να το δούμε σφαιρικά και με βάση τις συνθήκες της εποχής του.Αναρτηση κας Δέσποινας Παπαστεργίου.

απ το fb Αλ.Καχριμανη