Πριν από τις ευρωεκλογές το υπουργείο Εργασίας διαβεβαίωνε ότι θα προχωρούσε σε αυξήσεις προς τους συνταξιούχους στο τέλος του 2024.
Λίγο πριν από τη ∆ΕΘ, η σύνδεση των αυξήσεων, οι οποίες θα δίνονται στους συνταξιούχους ανάλογα με τις αυξήσεις που θα χορηγούνται στον κατώτατο μισθό «πάγωσε» γιατί «δεν το επιτρέπουν προς το παρόν οι δημοσιονομικές συνθήκες».

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το τούνελ λιτότητας για περισσότερους από 2 εκατομμύρια συνταξιούχους να συνεχίζεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2025. Οι αυξήσεις που ανακοίνωσε ο Μητσοτάκης από το βήμα της ∆ΕΘ είναι κάτω από τον γενικό δείκτη του πληθωρισμού (2,7% με 3%) και περίπου στο μισό από τον πληθωρισμό στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης. Όπως σημειώνει σε εμπεριστατωμένη ανάλυσή του το Ενιαίο ∆ίκτυο Συνταξιούχων (ΕΝ∆ΙΣΥ), «τον Αύγουστο ο πληθωρισμός ήταν στο 3,1%. Ακόμα κι αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις πως θα υποχωρήσει στο 2% έως το τέλος του έτους, πάλι οι αυξήσεις δεν θα φτάσουν στον τελικό αποδέκτη, δηλαδή στον
συνταξιούχο. Απλώς θα αντισταθμίσουν τις συνεχείς αυξήσεις στα προϊόντα ελέω πληθωρισμού».

Τα πάμπολλα ψέματα

Η «μαγική εικόνα» των εξαγγελιών Μητσοτάκη κράτησε μόλις τρεις μέρες, καθώς ακόμα και τα φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ άρχισαν να παίρνουν σοβαρές αποστάσεις λίγο μετά τις ανακοινώσεις, μιλώντας για «τρύπιο καλάθι» και «αυξήσεις ψίχουλα», την ώρα που η ακρίβεια θερίζει έχοντας φτωχοποιήσει το ένα τρίτο των εργαζομένων και το 60% των συνταξιούχων. Οι εξαγγελίες για τις συντάξεις, τους μισθούς και τα επιδόματα στους ασθενέστερους πολίτες αποτελούν πραγματικό ανέκδοτο, όταν, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη πιο φτωχή χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Βουλγαρία με βάση το
κατά κεφαλήν ΑΕΠ και την αγοραστική δύναμη.

Συγκεκριμένα, τα αναθεωρημένα στοιχεία του Αυγούστου 2024 δείχνουν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67% του μέσου όρου της Ε.Ε., ενώ στη Βουλγαρία στο 64%. Επιπλέον, ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ανέρχεται στο 104%, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., ενώ η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας μειώνεται και ενδέχεται σύντομα η Ελλάδα να καταλάβει την τελευταία θέση στην κατάταξη ως η φτωχότερη χώρα της Ένωσης με βάση την αγοραστική δύναμη.

Για «εξαπάτηση των συνταξιούχων», που πλέον «βιώνουν πρόβλημα επιβίωσης» με ευθύνη του ίδιου του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη κάνει λόγο το ΕΝ∆ΙΣΥ. «Ο κ. Μητσοτάκης κοίταξε τους συνταξιούχους στα μάτια και τους είπε ότι έρχονται αυξήσεις… το 2025!

Αλλά δεν είπε ότι πρόκειται για την ίδια εξαγγελία που κάνει κάθε χρόνο, μιας και αυτή η πρόβλεψη είναι ήδη ψηφισμένη από το 2017. Ούτε φυσικά είπε ότι, με βάση το γεγονός ότι ο πληθωρισμός για το νέο έτος αναμένεται να κυμανθεί γύρω στο 2,5% με 3%, αυτό σημαίνει ότι το πορτοφόλι των συνταξιούχων θα παραμείνει άδειο, αφού η μεγάλη τρύπα της ακρίβειας και του αυξημένου κόστους ζωής θα “καταπιεί” κάθε υποψία αύξησης». Όπως ακόμα σημειώνει το ∆ίκτυο, ο Κ. Μητσοτάκης δεν είπε τίποτα για την κατάργηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης που επιβάλλεται από το πρώτο ευρώ και πετσοκόβει ακόμη περισσότερο τις πενιχρές συντάξεις, έδωσε για άλλη μια χρονιά επίδομα αντί για αυξήσεις σε 700.000 συνταξιούχους που διατηρούν προσωπική διαφορά, ενώ δεν ανέφερε τίποτα για τα απογευματινά χειρουργεία επί πληρωμή, τις τρελές αυξήσεις στα φάρμακα όπως και για τις νέες περικοπές που έρχονται στις συντάξεις χηρείας.

Παγίδες για τους ασθενέστερους

Ακόμα και οι μικρές αυξήσεις σε μια σειρά από επιδόματα που ανακοινώθηκαν την περασμένη Παρασκευή από τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας κρύβουν παγίδες για τους πλέον ασθενέστερους. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά στο επίδομα παιδιού μπαίνουν περιουσιακά κριτήρια κινητής και ακίνητης περιουσίας, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των δικαιούχων να χάνει το επίδομα, ενώ άλλοι δικαιούχοι αλλάζουν κατηγορία και θα λαμβάνουν στο εξής μικρότερα ποσά. Όπως ανακοινώθηκε για το επίδομα παιδιού, η 1η κλίμακα αυξάνεται στα 75 ευρώ και στα 150 ευρώ για το τρίτο παιδί και τα επόμενα. Παράλληλα, ενοποιούνται η 2η και η 3η εισοδηματική κλίμακα σε μία, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ποσό για τους δικαιούχους της 3ης κλίμακας, από τα 28 ευρώ ανά παιδί, στα 45 ευρώ και στα 90 ευρώ για το τρίτο παιδί και τα επόμενα.

Πηγή: Εφημερίδα Μακελειό