ΤΟΥΣ ΑΦΗΣΑΝ ΧΩΡΙΣ ΟΡΑΜΑ ΧΩΡΙΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥΣ ΧΡΕΩΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ

Ήταν 6.993 συνάνθρωποί μας που δεν άντεξαν. Οσο ο πληθυσμός της Αμφισσας ή του Καρπενησίου, της Νάξου ή της Αίγινας. Μια τέτοια πόλη ή ένα τέτοιο νησί «αφανίστηκαν». Νέκρωσαν από ζωή. Είναι οι άνθρωποι που αυτοκτόνησαν από το 2010 μέχρι και το 2023, στα πιο εφιαλτικά μεταπολεμικά χρόνια για την Ελλάδα.
Το ακόμα πιο στενάχωρο είναι ότι ακόμα και μετά το επίσημο τέλος των Μνημονίων, το 2018, οι αυτοκτονίες παραμένουν μέχρι σήμερα στα ίδια υψηλά επίπεδα που είχαν εκτιναχθεί επί οικονομικής κρίσης. Μια ατράνταχτη απόδειξη ότι η απελπισία παραμένει φωλιασμένη σε μια ισοπεδωμένη ελληνική καθημερινότητα, όταν όλες οι άλλες χώρες που χτυπήθηκαν από την ασφυκτική πίεση του ευρωπαϊκού «κραχ» έχουν επιστρέψει στους προ κρίσης δείκτες.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί την αρνητική εξαίρεση της Ευρώπης. Τα άλλα… αρχικά στα κάποτε «PIGS», όπως και η Κύπρος, αλλά και συνολικά η Ε.Ε., βλέπουν τις αυτοκτονίες να μειώνονται σταθερά. Οχι και η χώρα μας. Το μείζον ζήτημα της κοινωνικής απελπισίας βρίσκεται, εντέχνως ασφαλώς, πολύ χαμηλά στην ατζέντα της επικαιρότητας και των κυβερνητικών πρωτοβουλιών.

Κάθε αυτοκτονία σημαίνει ουσιαστικά το τέλος κάθε ελπίδας. Αυτή είναι η ατμόσφαιρα στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Και τα στοιχεία δείχνουν ότι παραμένει το ίδιο πνιγηρή όσο ο καιρός περνάει κι όσο υποτίθεται ότι τα Μνημόνια είναι χρονικά όλο και πιο πίσω μας.

Η «κυριακάτικη δημοκρατία» ανοίγει σήμερα έναν φάκελο με τον οποίο αρκετοί είχαν ασχοληθεί στα χρόνια της βαθιάς κρίσης, 2011-15, αλλά όχι πια. Τα επίσημα στατιστικά, όμως, αποτελούν την απόδειξη πως πολλοί άνθρωποι, τα νοικοκυριά τους, τα σπιτικά τους, οι ζωές τους παραμένουν στη σκοτεινιά. Στροβιλίζονται σε μια απελπισία χωρίς τέλος, μέχρι που αποφασίζουν το μοιραίο. Οτι «δεν αξίζει άλλο».

Κάθε αυτοκτονία αποτελεί ακόμα μία αποτυχία της κοινωνίας μας, της πρόνοιάς της, των υποστηρικτών της μηχανισμών. Κάθε χρονιά που δεν επιστρέφουν, ούτε καν πλησιάζουν, τα «μαύρα» σημερινά ποσοστά σε αυτά που ήταν προ 2010, η πολιτική αποτυγχάνει να βρει θεραπεία στα πραγματικά προβλήματα που οδηγούν συνανθρώπους μας στο απονενοημένο διάβημα.

Τα στοιχεία 2010-23
Από την έναρξη της κρίσης το 2010 μέχρι και το 2023 οι νεκροί από αυτοκτονίες στην Ελλάδα ήταν 6.993. Ο μέσος όρος ανά έτος είναι συνταρακτικός και αυτό το «500» δεν μπορεί να λογίζεται ως ακόμα ένας αριθμός, ως ακόμα ένα στατιστικό.

Πριν από το 2010 οι νεκροί κάθε χρόνο ήταν κατά μέσο όρο 367. Μόνο δύο φορές είχαν αγγίξει τους 400. Εκτοτε, όμως, τα ποσοστά αυξήθηκαν τουλάχιστον κατά 35%.
Το φυσιολογικό θα ήταν μετά το τέλος των Μνημονίων, δηλαδή από το 2018 κι έπειτα, να υπάρξει μια σταθερή μειωτική τάση που θα αρχίσει σταδιακά να συγκλίνει με τα προ χρεοκοπίας επίπεδα. Δυστυχώς, δεν συμβαίνει αυτό.

Mετά την κρίση
Από το 2010 έως το 2018 οι θάνατοι από αυτοκτονίες ήταν 507 ετησίως. Από το 2019 μέχρι και το 2023 στα ίδια επίπεδα ουσιαστικά, με 486 μέσο όρο. Δυο χρονιές, το 2019 και το 2022, οι νεκροί ήταν πάλι πάνω από 500. Από το 2019 έως το 2023 έχουν αυτοκτονήσει 2.430 άνθρωποι, περίπου όσοι αποτελούν τον πληθυσμό στον Μαρκόπουλο Ωρωπού (2.549 σύμφωνα με την απογραφή) ή τις Λιβανάτες (2.559).

Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις και το 2024 κινούνται εκεί, αν κι επίσημα στατιστικά δεν έχουν εκδοθεί, κάτι που θα γίνει στην αρχή του 2025.

Αν και οι «επίσημες» πολιτικές γραμμές από τα χρόνια της κρίσης είναι ότι οι περισσότερες αυτοκτονίες δεν αφορούν προβλήματα οικονομικής φύσης, τα πράγματα δεν ήταν, ούτε είναι ακριβώς έτσι. Από τα στατιστικά της Ελληνικής Αστυνομίας διαπιστώνουμε και ότι τα αίτια για τις περισσότερες αυτοκτονίες κάθε χρόνο μένουν αδιευκρίνιστα.

Το ελληνικό Παρατηρητήριο Αυτοκτονιών «Κλίμακα» αναφέρει ότι υπάρχει υποκαταγραφή των θανάτων, δηλαδή ότι είναι περισσότεροι, και δεν φαίνονται όλοι στα στατιστικά δεδομένα. «Ο συνολικός αριθμός των αυτοκτονιών που καταγράφονται αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου και σε καμιά περίπτωση δεν αντικατοπτρίζει τη συνολική διάσταση του προβλήματος. Η υποκαταγραφή των αυτοκτονιών είναι δεδομένη σε παγκόσμιο επίπεδο» όπως σημειώνει. Υπολογίζεται ότι το 25% των αυτοκτονιών δεν καταγράφεται.

Μια άλλη διάσταση, πέραν της οικονομικής ασφυξίας των πολιτών, που έρχεται να προστεθεί είναι ότι από το 2010 άρχισε η κατάρρευση του ΕΣΥ. Κάτι που οδήγησε σταδιακά σε ψυχικές νόσους που εκδηλώθηκαν έκτοτε και δεν έχουν διαγνωστεί ή δεν υπήρξε η ανάλογη μέριμνα. Αυτή η τάση φαίνεται να επιδεινώθηκε από τα χρόνια της πανδημίας κι έπειτα, με τον αποκλεισμό λόγω lockdown και την πρόσβαση στα νοσοκομεία σχεδόν αποκλειστικά για τους ασθενείς Covid-19 να επιβαρύνει κι άλλο την κατάσταση.

Απ’ όποια οπτική κι αν προσεγγίσει κάποιος όσα συμβαίνουν, η διαρκής επιβάρυνση του ψυχικού φορτίου των ευάλωτων πληθυσμών θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.