Ανάμικτα είναι τα αποτελέσματα του ΙΟΒΕ για την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Τα ελληνικά νοικοκυριά να παραμένουν μακράν τα πιο απαισιόδοξα της Ευρώπης, παρά τις μικρές βελτιώσεις.
«Τσίμπησε» προς τα πάνω η καταναλωτική εμπιστοσύνη τον Οκτώβριο, παρά τη γενικότερη επιδείνωση του οικονομικού κλίματος που κατέγραψε το ΙΟΒΕ.
Συγκεκριμένα, ενώ ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης στην ΕΕ διαμορφώθηκε στις -11,2 μονάδες, φτάνοντας το υψηλότερο σημείο από τον Φεβρουάριο του 2002 , στην Ελλάδα παραμένει κάτω από τα μισά του «βαρελιού» της απαισιοδοξίας στις -50,3 μονάδες, από -51,3.
Ακολουθούν σε απαισιοδοξία οι Εσθονοί καταναλωτές (-35,3) και οι Σλοβένοι (-27,6). Οι πιο αισιόδοξοι της ΕΕ είναι οι Λιθουανοί και οι Σουηδοί, που κινούνται σε θετικό έδαφος με +7,7% και +0,9 μονάδες.
Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης αντανακλά τις προσδοκίες των νοικοκυριών για την οικονομία, με βάση επιμέρους ερωτήσεις, σε μια κλίμακα από -100 ως +100. Το -100 να απόλυτη απαισιοδοξία και το +100 η μέγιστη αισιοδοξία.
Ως εκ τούτου οι Έλληνες είναι ένα «κλικ» λιγότερο απαισιόδοξοι, κυρίως για την προσωπική τους οικονομική κατάσταση. Ωστόσο επιδεινώνεται η πρόθεση για μείζονες αγορές, ενώ αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που μόλις τα βγάζουν πέρα. Πάντως, σύμφωνα με το βαρόμετρο του ΕΒΕΘ, στη μεγαλύτερη περιφέρεια της Βόρειας Ελλάδας η απαισιοδοξία των νοικοκυριών όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά βάθυνε κι άλλο.
Βοήθησε ο τουρισμός
Το ΙΟΒΕ αποδίδει την ελαφρά βελτίωση της διάθεσης των νοικοκυριών στην ικανοποιητική πορεία της φετινής τουριστικής σεζόν – που ολοκληρώθηκε τυπικά τον Σεπτέμβριο, αλλά λόγω του καλού καιρού φαίνεται να παρατείνεται σε αρκετά μέρη της Ελλάδας.
Από την άλλη, ο πληθωρισμός εμμένει – μάλιστα βαίνει ανοδικά – και εξακολουθεί να επηρεάζει αρνητικά την καταναλωτική εμπιστοσύνη, με το ζήτημα της ακρίβειας να ανησυχεί έντονα τους πολίτες.
Σε κάθε περίπτωση η συνολική εικόνα παραμένει απογοητευτική, παρά τις μικροβελτιώσεις:
Το 65% των νοικοκυριών θεωρεί ότι το προηγούμενο 12άμηνο η οικονομική του κατάσταση επιδεινώθηκε (από 67% τον Σεπτέμβριο) και μόλις το 2% θεωρεί ότι βελτιώθηκε.
Η πλειονότητα των νοικοκυριών θεωρεί ότι τα οικονομικά τους θα χειροτερέψουν το επόμενο δωδεκάμηνο, μόνο που το ποσοστό των απαισιόδοξων μειώθηκε ελαφρά, στο 60% από 63%. Μόνο το 5% προβλέπει μικρή βελτίωση.
Υψηλά παραμένει παρά τη μικρή υποχώρηση η απαισιοδοξία για την οικονομική κατάσταση της χώρας, με το 69% των καταναλωτών να προβλέπει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, έναντι 18% το οποίο αναμένει σταθερότητα.
Οι καταναλωτές παραμένουν κουμπωμένοι ως προς την πρόθεση σημαντικών αγορών τους επόμενους 12 μήνες (ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα). Μάλιστα αυξήθηκε το ποσοστό όσων θα περιορίσουν τις δαπάνες τους στο 58% από 56%, ενώ μόλις 4% θα τις αυξήσει.
Όσο για την αποταμίευση, αυξήθηκαν τα ποσοστά που δεν θεωρούν ότι θα καταφέρουν να βγάλουν λεφτά στην άκρη την επόμενη διάστημα – στο 83% από 81%.
Ανεργία
Ο δείκτης πρόβλεψης για την εξέλιξη της ανεργίας τους προσεχείς 12 μήνες αποκλιμακώθηκε τον
Οκτώβριο, στις +23,3 μονάδες, από +25,2 τον Σεπτέμβριο. Το ποσοστό των νοικοκυριών που
προέβλεψε μικρή ή αισθητή άνοδο της ανεργίας υποχώρησε στο 41% (από 45%), με το 12% των
ερωτηθέντων να αναμένει ελαφρά μείωσή της.
Πληθωρισμός
Μολονότι ο δείκτης για την εξέλιξη του πληθωρισμού αποκλιμακώθηκε ήπια τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκε στις +40,7 μονάδες, έναντι +43,1, η πλειονότητα των νοικοκυριών ζει με το φόβο των νέων ανατιμήσεων. Το 65% των νοικοκυριών προέβλεψε άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 14% (από 11%) αναμένει σταθερότητα.
Τέλος, αυξήθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που μόλις τα βγάζουν πέρα, στο 66% από 63%, ενώ παραμένει ανησυχητικά υψηλός ο βαθμός αβεβαιότητας: Το το 65,9% έκρινε τον Οκτώβριο ότι η οικονομική κατάστασή του μπορεί να προβλεφθεί δύσκολα ή σχετικά δύσκολα, από 68% τον προηγούμενο μήνα.
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας του ΙΟΒΕ
Το οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται τον Οκτώβριο, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις 107,0 μονάδες μετά από τη σημαντική άνοδο που είχε σημειώσει στις 110,2 μονάδες τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ. H εξασθένιση, όμως, αυτή προέρχεται αποκλειστικά από τη Βιομηχανία, με τους υπόλοιπους τρεις τομείς και τον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης να βελτιώνονται.
Οι γεωπολιτικές αναταράξεις που εντείνονται και οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν έντονα αρνητικές επιδράσεις στο παγκόσμιο εμπόριο και τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, φαίνεται να επηρεάζουν το εξωστρεφές τμήμα της εγχώριας βιομηχανίας και να προκαλούν αβεβαιότητες, παρά την έως τώρα γενικά θετική πορεία των εξαγωγών προϊόντων.
Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός, παρά τη μικρή κάμψη που παρουσιάζει φέτος, συνέβαλε θετικά και τον Οκτώβριο, σε αρκετούς κλάδους.
Τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης επίσης συνεχίζουν να επιδρούν πολλαπλασιαστικά στην οικονομία, ενώ και οι κατασκευές έχουν έντονη δραστηριότητα και υψηλό ανεκτέλεστο, με πολλούς επόμενους μήνες εξασφαλισμένης δραστηριότητας. Ο πληθωρισμός επιμένει σε σχετικά επίπεδα υψηλότερα, με αποτέλεσμα συνεχιζόμενη πίεση στα νοικοκυριά και χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη, παρά τη μικρή άμβλυνση της απαισιοδοξίας αυτό τον μήνα.
Οι γενικές τάσεις αυτές αναμένεται να διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα, ωστόσο οι εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον ενδεχομένως να επηρεάσουν καταλυτικά και τις εγχώριες προσδοκίες προσεχώς.
Την ίδια ώρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την Αργολίδα, έστειλε μήνυμα πως όλα κινούνται σε σωστό δρόμο και η οικονομία της χώρας είναι μια χαρά.
“Η χώρα ως προς τους εθνικούς δείκτες απόδοσης της οικονομίας κινείται αναμφισβήτητα στη σωστή κατεύθυνση. Με ρυθμούς ανάπτυξης πολύ μεγαλύτερους του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Με την ανεργία να έχει υποχωρήσει στο 9,3%. Έχουμε δημιουργήσει σχεδόν 500.000 θέσεις εργασίας τα τελευταία πέντε χρόνια, με τον τουρισμό να πηγαίνει από ρεκόρ σε ρεκόρ, με τις εξαγωγές μας και τις εξαγωγές των προϊόντων της ελληνικής γης να αυξάνονται χρόνο με το χρόνο. Όλες αυτές είναι επιδόσεις που μας επιτρέπουν να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία. Και μάλιστα αν αναλογιστείτε τι γίνεται αυτή την εποχή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα αναλογιστείτε πράγματι ότι αυτό το οποίο έχουμε πετύχει ως προς την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας είναι εξαιρετικά σημαντικό”.